- υδροθώρακας
- ο, Νιατρ. συλλογή υγρού στην κοιλότητα τού υπεζωκότα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrothorax (< υδρ[ο]-* + θώραξ). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροπλευρίτιδα — η, Ν ιατρ. ο υδροθώρακας … Dictionary of Greek
υδροπνευμοθώρακας — ο, Ν ιατρ. πνευμοθώρακας που έχει επιπλακεί με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητα ή υδροθώρακας με είσοδο αέρα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. hydropneumothorax (< υδρ[ο] * + πνεύμα + θώρακας)] … Dictionary of Greek
υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… … Dictionary of Greek